γυμνοδερκούμαι

Greek Monolingual

γυμνοδερκοῦμαι (-έομαι) (Α)
εμφανίζομαι γυμνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός + (θ.) δερκ- τοῦ ρ. δέρκομαι «κοιτάζω, βλέπω»].