γυναικούλα

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek Monolingual

η
1. μικρόσωμη γυναίκα
2. συμπαθητική γυναίκα
3. ασήμαντη γυναίκα.