γυναικούλα

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek Monolingual

η
1. μικρόσωμη γυναίκα
2. συμπαθητική γυναίκα
3. ασήμαντη γυναίκα.