γυναικόπαιδα

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

τα (Μ γυναικόπαιδα)
1. γυναίκες και παιδιά
2. το σύνολο του άμαχου πληθυσμού.