γύρο

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source

Greek Monolingual

επίρρ.
κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γύρο (τον), αιτιατ. του ουσ. γύρος].