δίκλωνος

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για φυτά) αυτός που έχει δύο κλωνιά, κλαδιά
2. (για νήμα, ύφασμα κ.λπ.) αυτός που αποτελείται από δυο κλωστές στριμμένες μαζί.