δίκροκος

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → Silentiumque sapienti est responsio → Denn Schweigen ist für Weise deutlicher Bescheid

Menander, Monostichoi, 222

Greek Monolingual

και δίκορκος, -η, -ο (Μ δίκροκος, -ον)
(στο ουδ.) (για αβγό) αυτό που έχει δύο κρόκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κρόκος.