δίμνως

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

Greek (Liddell-Scott)

δίμνως: -ων, (Ἀττικ. τύπ.) = τῷ προηγ. ― Πρβλ. δεκάμνως, εἰκοσίμνως. Ἴδε Κόντ. Σωκράτ. Β. σ. 74.