Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
δίμνως: -ων, (Ἀττικ. τύπ.) = τῷ προηγ. ― Πρβλ. δεκάμνως, εἰκοσίμνως. Ἴδε Κόντ. Σωκράτ. Β. σ. 74.