δίμορος
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
de doble muerte δίμορα τέλεα τάδε πάθη A.Th.850.
δίμορος: -ον, = το προηγ., σε Αισχύλ.