κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
-α, -ικο1. αυτός που έχει τάσεις να δαγκώνει2. ο σαρκαστικός, ο καυστικός.