δαιμονόπνευστος
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
δαιμονόπνευστος, -ον (Μ)
εμπνευσμένος από τον δαίμονα.
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
δαιμονόπνευστος, -ον (Μ)
εμπνευσμένος από τον δαίμονα.