δακτυλογράφος
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
Greek Monolingual
ο, η
1. αυτός που ξέρει να γράφει με γραφομηχανή
2. υπάλληλος που ασχολείται ειδικά με το γράψιμο στη γραφομηχανή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δακτυλογράφος είναι πιθ. απόδοση ξεν. όρου].