δαμνάριος
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Spanish (DGE)
-ου, ὁ dud. un oficio o título στρατιώτης καὶ δαμνάριος PLond.1711.84 (VI d.C.), o quizá graf. por δουκηνάριος, -ου, ὁ.