δαμνάριος

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Spanish (DGE)

-ου, ὁ dud. un oficio o título στρατιώτης καὶ δαμνάριος PLond.1711.84 (VI d.C.), o quizá graf. por δουκηνάριος, -ου, ὁ.