δασέα

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250

Greek (Liddell-Scott)

δασέα: ἡ δέρμα τριχωτόν, δασύ, Ἐπιγρ. Ἰωνικ. Dittenb. SIG. 627, 2. 3. 6.

Russian (Dvoretsky)

δᾰσέα:
I ион. f к δασύς.
II τά
1 pl. к δασύ II;
2 грам. придыхательные согласные (θ, φ, χ).