δασέα
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
Greek (Liddell-Scott)
δασέα: ἡ δέρμα τριχωτόν, δασύ, Ἐπιγρ. Ἰωνικ. Dittenb. SIG. 627, 2. 3. 6.
Russian (Dvoretsky)
δᾰσέα:
I ион. f к δασύς.
II τά
1 pl. к δασύ II;
2 грам. придыхательные согласные (θ, φ, χ).