δασκαλοσύνη
From LSJ
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
Greek Monolingual
η
1. το δασκαλίκι
2. ο δασκαλισμός.
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
η
1. το δασκαλίκι
2. ο δασκαλισμός.