ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood
δειλόφθονος: -ου, φθονερὸς καὶ δειλὸς ἅμα, Πολέμ. Φυσ. σ. 210. (ἀμφίβολ.).
δειλόφθονος, -ον (Α)ο δειλός και φθονερός συνάμα.