δειπνητός

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 hora de comer o cenar, ἀκρόνυχος Nic.Th.761, cf. Eust.1814.39.
2 comida Eust.1814.36, 39
según Eust. c. acent. proparox. sent. 1, c. acent. ox. sent. 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό δειπνώ
αυτός που έχει ήδη δειπνήσει.