ἡ, = δεῖσα (slime, filth), Thd. Is. 28.13.
-ας, ἡ• Alolema(s): δίσαλα (sic) Hsch.prob. fig. suciedad moral, depravación Thd.Is.28.13, Hsch.
δεισαλία, η (Α) δείσαμούχλα, ακαθαρσία.