δεῖσα
οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be
English (LSJ)
ἡ,
A slime, filth, PTeb.105.27,60, 106.26 (ii B.C.), BGU1119.31 (i B.C.), Suid.
II = ἡ τῶν βοτανῶν συλλογή, EM651.48.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): δεῖσσα Eust.413.13
• Grafía: en pap. frec. graf. δισ-
I 1en pap. maleza, broza, rastrojo o cualquier tipo de desecho de los campos de labranza παραδώσω τὸν κλῆρον ... καθαρὸν ἀπὸ θρύου, κάλαμου, ἀγρώστεως, τῆς ἄλλης δείσης PTeb.105.60 (II a.C.), κόπτοντες ἐπισκάπτοντες δίσεος ἐν αὐτῷ κλήρῳ cortando y removiendo la maleza en el mismo lote de tierra, PMil.Vogl.302.188 (II d.C.), cf. BGU 1119.31 (I a.C.), PTeb.106.26 (II a.C.), PSoterichos 2.34 (I d.C.), PTeb.375.30, PMil.Vogl.302.206, 305.51 (todos II d.C.), PTeb.377.32, 378.27, Stud.Pal.20.57.22 (todos III d.C.), PVindob.Salomons 8.28 (IV d.C.)
•en ocasiones entendido como lodo, fango (cf. II).
2 suciedad, porquería de una casa παραδώσω τὸ ἥμισυ μέρος τῆς οἰκίας ἀπὸ κοπρίων καὶ δίσης πάσης POxy.3386.23 (IV d.C.), δ. γὰρ ἡ κόπρος Sud.s.u. δεισαλέα.
3 fig. inmundicia moral, depravación Suet.Blasph.64, Sch.Clem.Al.Prot.43.25.
II lodo, cieno o ciénaga δ. καὶ τὴν ὑγρασίαν καὶ τὴν ῥυπώδη σύστασιν ὑγρὰν σημαίνει Sch.Clem.Al.Paed.278.8 (p.339.7), cf. Sud., Eust.l.c., δεῖσα· ὁ ὑγρὸς καὶ βοτανώδης τόπος Zonar., cf. EM 263.1G.
•de donde mal olor, EM 263.5G.
III δ· ἡ τῶν βοτανῶν συλλογή EM 651.48G.
• Etimología: Dud. ¿de *gu̯eidh-sa, cf. abúlg. židŭkŭ ‘succosus’? ¿o término pop. deriv. de ἔδεισα en el sent. ‘horror’?
German (Pape)
[Seite 541] ἡ, Nässe, Schlamm, Suid.
Russian (Dvoretsky)
δεῖσα: ἡ поздн. грязь, нечистоты.
Greek (Liddell-Scott)
δεῖσα: ἡ, ὑγρασία, ἀκαθαρσία, Σουΐδ.· δεισαλέος, α, ον, πλήρης ἀκαθαρσίας, ῥυπαρός, Κλήμ. Ἀλ. 297.
Greek Monolingual
δεῖσα, η (Α)
μούχλα, ακαθαρσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λέξη αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. δείσα προέρχεται πιθ. από τ. gweidh-ia ή gweidh-sa με αναγωγή σε ρίζα gweid (h)- «λάσπη, ρύπος» (πρβλ. αρχ. σλαβ. židŭkŭ «πολύ ζουμερός», ρωσ. židkij «υγρός», αρχ. νορβ. kveisa «όγκος») Κατ' άλλους, πρόκειται για δημώδη λ. που προέρχεται από τον αόρ. έδεισα που εμπεριέχει τη σημασία «φρίκη, κάτι που προκαλεί τρόμο» (πρβλ. κνίσα, άση)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: slime, filth (pap. IIa, Suid., EM), δείσ-οζος nach Dreck riechend (AP).
Compounds: Comp. ἄδειος ἀκάθαρτος. Κύπριοι H. with loss of the -σ- as regular in Cypr.
Derivatives: δεισαλέος (Clem. Al., Suid., H.), δεισαλία = ἀκαθαρσία (Thd., H.); cf. Debrunner IF 23, 23f. u. 38.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Solmsen Wortforsch. 236f. (to OCS židъkъ succosus, ὑδαρός, Russ. židkij thin, fluid, slim. S. also Lasso de la Vega Emerita 22, 89.
Frisk Etymology German
δεῖσα: {deĩsa}
Grammar: f.
Meaning: Dreck, Schlamm (Pap. seit IIa, Suid., EM), δείσοζος nach Dreck riechend (AP).
Derivative: Davon δεισαλέος (Clem. Al., Suid., H.), δεισαλία = ἀκαθαρσία (Thd., H.); vgl. Debrunner IF 23, 23f. u. 38. Kompositum ἄδειος· ἀκάθαρτος. Κύπριοι H. mit regelrechtem Schwund des -σ- und α copulativum.
Etymology: Unerklärt. Nach Solmsen Wortforsch. 236f. (wo ausführlich über die Bildung) zu aksl. židъkъ succosus, ὑδαρός, russ. židkij dünnflüssig, schlank usw., die aber besser von Lidén Armen. Stud. 74f. zu arm. gēǰ ὑγρός, humidus gezogen werden (idg. *gheid-, *ghoid-i̯o-). S. auch Lasso de la Vega Emerita 22, 89 mit Referat älterer Deutungen.
Page 1,359