δεκάεδρος

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που έχει δέκα έδρες
2. (γεωμ.) το ουδ. ως ουσ. δεκάεδρο
στερεό σώμα με δέκα έδρες.