δεκάζυγο

From LSJ

μηδεὶς φοβείσθω τὸν θάνατον → let nobody be afraid of death

Source

Greek Monolingual

το
άρμα με δέκα άλογα που το χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι σε αγώνες και θριαμβευτικές παρελάσεις.