δεκάπλασμα

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source

Spanish (DGE)

-ματος, τό décuplo Tz.H.9.285.

Greek Monolingual

δεκάπλασμα, το (Μ) δεκαπλάζω
το αποτέλεσμα του δεκαπλασιασμού, κάτι δέκα φορές μεγαλύτερο.