δελφακίδα
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
Greek Monolingual
και δερφακίδα, η (AM δελφακίς) δέλφαξ
θηλυκό γουρουνάκι που θηλάζει ακόμη.
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
και δερφακίδα, η (AM δελφακίς) δέλφαξ
θηλυκό γουρουνάκι που θηλάζει ακόμη.