δενδρολογία

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source

Greek Monolingual

η
1. η σχετική με τα δένδρα πραγματεία
2. κλάδος της βοτανικής που μελετά τα δέντρα.