δενδρόλιμος

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

ο
γένος Λεπιδόπτερων Εντόμων της οικογένειας Lasiocompidae, κοινώς βόμβυκας του πεύκου.