δενδρώτις

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335

Greek Monolingual

δενδρῶτις (-ιδος), η (Α)
(για τη γη) γεμάτη δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (επίθημα) -ώτις. Ο τ. δενδρώτις, ποιητική κυρίως λέξη, αντικαταστάθηκε από τον παράλληλο τ. δενδρίτης].