δημοεξάπτης

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source

Greek Monolingual

δημοεξάπτης, ο (Μ)
αυτός που εξάπτει τον δήμο, ο δημεγέρτης.