διάνευμα

From LSJ

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 danza con movimientos de cabeza Φρυγίων διανεύματα Χαρίτων Ar.Th.122.
2 fig. inclinación, propensión τὰ εἰς τοῦτο (θέλησιν ἀγαθήν) διανεύματα Cyr.Al.M.68.193D.