διάνοικτος

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
εντελώς ανοιχτός, ορθάνοιχτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διανοίγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Γρηγ. Ξενόπουλο].