διάπλατος

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ορθάνοιχτος
2. ξεδιπλωμένος τελείως
επίρρ. διάπλατα α) ορθάνοιχτα
β) πάνω στους δύο ώμους.