Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
διέστην: αόρ. βʹ του διίστημι· δι-εστώς, Ιων. δι-εστεώς, μτχ. παρακ.