διαθέσιμος
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που μπορεί να διατεθεί ή χρησιμοποιηθεί
2. (για στρατιωτικό ή πολιτικό υπάλληλο) αυτός που βρίσκεται σε διαθεσιμότητα
3. αυτός που είναι έτοιμος να χρησιμοποιηθεί οποτεδήποτε παραστεί ανάγκη
4. (οικ.) (σε πληθ.) τα διαθέσιμα (ενν. κεφάλαια)
αξίες ρευστοποιήσιμες ή σε μετρητά, καθώς και εμπορεύματα παραδοτέα αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].