διακολοβόω

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

Spanish (DGE)

acortar, reducir τῆς θείας οὐσίας τὴν τελειότητα Gr.Nyss.Eun.1.316, διακολοβοῦσαν ἢ ὑπερτείνουσαν τὰ ὡρισμένα μέτρα τῆς φύσεως Gr.Nyss.Eun.2.180, cf. 190.