διακολοβόω

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Spanish (DGE)

acortar, reducir τῆς θείας οὐσίας τὴν τελειότητα Gr.Nyss.Eun.1.316, διακολοβοῦσαν ἢ ὑπερτείνουσαν τὰ ὡρισμένα μέτρα τῆς φύσεως Gr.Nyss.Eun.2.180, cf. 190.