ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
acortar, reducir τῆς θείας οὐσίας τὴν τελειότητα Gr.Nyss.Eun.1.316, διακολοβοῦσαν ἢ ὑπερτείνουσαν τὰ ὡρισμένα μέτρα τῆς φύσεως Gr.Nyss.Eun.2.180, cf. 190.