διαμηρυκάομαι

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek (Liddell-Scott)

διαμηρυκάομαι: ἀποθ., ἀναμασῶ τὴν τροφήν, ἀναμασῶ, ἐπαναλαμβάνω, δ. τὰ ῥήματα Ἰω. Χρυσ.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): διαμαρ- Chrys.M.53.45
rumiar fig. τὰ ῥήματα Chrys.l.c., διαμηρυκώμενον como interpr. del n. hebr. Taam, Origenes M.12.117C.