διαναβάλλομαι
German (Pape)
[Seite 591] (s. βάλλω), immer wieder aufschieben, Ios. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαναβάλλομαι: μέσ., συνεχῶς ἀναβάλλω, Ἰω. Χρυσοστ. 1. 181, Θεόδ. Πρόδρ., κλ.
Spanish (DGE)
1 subirse el vestido, arremangarse διαναβαλλόμενος καὶ ἐπιδείξας ... τὰ αἰδοῖα Demad.Fr.71.2.
2 retrasar una y otra vez, dar largas μέχρι τοῦ νῦν PTeb.50.27 (II a.C.), ἀπ' ἐκείνου τοῦ χρόνου PTeb.957.13 (II a.C.), αὐτὸν διανεβάλλετο λέγων Aesop.220 (cód.), οἱ δὲ ποικίλως διανεβάλλοντο Cyr.Al.M.72.120B, cf. Chrys.M.57.305, glos. a διακρούεσθαι y a διαπονδαρίζει Hsch., ὅπως δὲ ἂν μὴ ... τινες ... διαναβάλλοιντο καὶ παρέλκοιεν τήν ἐπίδοσιν Iust.Nou.101.3 proem., τὴν τούτων ποίησιν Cod.Iust.1.3.45.7.