διεγκωμιάζω

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Spanish (DGE)

alabar, ensalzar en v. pas. ὁ δ' ὑφ' ἑτέρου διεγκωμιαζόμενος Iul.Ar.3.1.