διεξερευνάομαι

Spanish (DGE)

examinar cuidadosamente, inspeccionar πᾶσαν τὴν χώραν ... φυλακῆς τε καὶ γνωρίσεως ἕνεκα Pl.Lg.763a, fig. (τὴν ψυχήν) Pl.Phlb.58d.