δικασκόπος
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
Greek (Liddell-Scott)
δικασκόπος: ὁ, «δικασκόποι» ὄνομα ἀρχῆς τινος ἐν Μυτιλήνῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2166.