δικηγορίσκος

From LSJ

τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure

Source

Greek Monolingual

ο
δικηγοράκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δικηγόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Θεόδ. Γ. Ορφανίδη].