δοθιηνώδης

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344

Greek Monolingual

-ες
αυτός που μοιάζει με δοθιήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].