δομώ

From LSJ

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513

Greek Monolingual

(I)
δομῶ (-έω) (AM)
χτίζω, οικοδομώ.
(II)
δομῶ (-όω) (Α)
προσφέρω στέγη, φιλοξενία σε κάποιον.