δουκέσσα

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

η
1. βλ. δούκας
2. ποικιλία αχλαδιού της ΝΔ. Ελλάδας και κυρίως της Αχαΐας.