δουκέσσα

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek Monolingual

η
1. βλ. δούκας
2. ποικιλία αχλαδιού της ΝΔ. Ελλάδας και κυρίως της Αχαΐας.