δρομόμετρο

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96

Greek Monolingual

το
όργανο με το οποίο μετριέται η ταχύτητα πλοίου (ή σιδηροδρόμου ή αεροπλάνου) καθώς και η απόσταση που διήνυσε σε ορισμένο χρόνο.