δρυάδες

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source

Russian (Dvoretsky)

δρυάδες: αἱ предполож. дуб, древесина дуба (δ. κραταιαί Plut.).