δυσαποδίδακτος

English (LSJ)

[ῐ], ον, hard to unlearn, J.AJ16.2.4.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de olvidar, inolvidable τὸ τοῦ χρόνου τιμητόν Nic.Dam.142.

German (Pape)

[Seite 676] schwerzu verlernen, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαποδίδακτος: -ον, ὃν εἶναι δύσκολον νὰ ἀπομάθῃ τις, νὰ λησμονήσῃ, Ἰώσηπ. Α. Ι. 16. 2, 4.