δυσκολοδιάβατος
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δύσκολα μπορεί να τον περάσει κανείς, ο δυσδιάβατος
2. αυτός που δύσκολα υποφέρεται («δυσκολοδιάβατη ζωή»)
3. αυτός που δύσκολα ξεπερνιέται («δυσκολοδιάβατος καημός»).
-η, -ο
1. αυτός που δύσκολα μπορεί να τον περάσει κανείς, ο δυσδιάβατος
2. αυτός που δύσκολα υποφέρεται («δυσκολοδιάβατη ζωή»)
3. αυτός που δύσκολα ξεπερνιέται («δυσκολοδιάβατος καημός»).