δυσκολοδιάβατος

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δύσκολα μπορεί να τον περάσει κανείς, ο δυσδιάβατος
2. αυτός που δύσκολα υποφέρεται («δυσκολοδιάβατη ζωή»)
3. αυτός που δύσκολα ξεπερνιέται («δυσκολοδιάβατος καημός»).