δωροδοκώ

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source

Greek Monolingual

και -άω (AM δωροδοκῶ, -έω)
δίνω δώρα σε κάποιον για να παραβεί το καθήκον του, να μεροληπτήσει προς όφελός μου
αρχ.
δέχομαι δώρα για να παραβώ το καθήκον μου.