δωροδοκώ
Greek Monolingual
και -άω (AM δωροδοκῶ, -έω)
δίνω δώρα σε κάποιον για να παραβεί το καθήκον του, να μεροληπτήσει προς όφελός μου
αρχ.
δέχομαι δώρα για να παραβώ το καθήκον μου.
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο