εγκαταμείγνυμι

From LSJ

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source

Greek Monolingual

ἐγκαταμείγνυμι και εγκαταμειγνύω και εγκαταμίσγω (AM)
ανακατώνω με κάτι.