εγρεκύδοιμος

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

ἐγρεκύδοιμος, -ον (Α)
αυτός που προκαλεί πολεμικό θόρυβο.