εθελοντικός
From LSJ
εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στον εθελοντή
2. αυτός που αποτελείται από εθελοντές («εθελοντικός στρατός»«).