εθνωφελής

From LSJ

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106

Greek Monolingual

-ές
επωφελής, ωφέλιμος για το έθνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1849].